- μεταδόρπιος
- μετα-δόρπιος (δόρπος): during supper, Od. 4.194† (cf. 213, 218).
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μεταδόρπιος — μεταδόρπιος, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τού δείπνου ή μετά το δείπνο 2. αυτός που κάνει κάτι μετά το δείπνο 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταδόρπιον το έδεσμα που προσφέρεται μετά το κύριο φαγητό, το επιδόρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + … Dictionary of Greek
μεταδόρπιος — in the middle of supper masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδόρπιον — μεταδόρπιος in the middle of supper masc/fem acc sg μεταδόρπιος in the middle of supper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδόρπια — μεταδόρπιος in the middle of supper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek